- αντίλοξος
- ἀντίλοξος, -ον (Μ) (το νεοελλ. μόνο ως επίρρ.)λοξός, πλάγιοςνεοελλ.επίρρ. αντίλοξαπλάγια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίλοξον — ἀντίλοξος bandage masc acc sg ἀντίλοξος bandage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλόξου — ἀντίλοξος bandage masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek